βενθικός

βενθικός
-ή, -ό
επιστημονικός όρος που αναφέρεται: 1. στο περιβάλλον του βυθού των ωκεανών, των θαλασσών, των λιμνών και των ποταμών
2. στα ζώα και τα φυτά που ζουν στον βυθό
3. στις βιολογικές και γεωλογικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στον βυθό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”